απόσυρμα

απόσυρμα
ἀπόσυρμα, το (Α) [αποσύρω]
1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά
2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόσυρμα — that which is peeled cff neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσυρμάτων — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρμασι — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρμασιν — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρματα — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρματι — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσύρματος — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”